συναυλίαν

συναυλίαν
συναυλίᾱν , συναυλία
concert of lyre and flute
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναυλία — Η δημόσια εκτέλεση μουσικών έργων. Παλιότερα οι μουσικές συγκεντρώσεις γίνονταν μόνο σε ναούς, στους οποίους οι πιστοί παρακολουθούσαν δωρεάν τη σ. Σ. οργάνωναν και οι βασιλιάδες και πρίγκιπες στα ανάκτορά τους, τις οποίες παρακολουθούσαν μόνο οι …   Dictionary of Greek

  • въдварѧтисѧ — ВЪДВАРѦ|ТИСѦ (15), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Водворяться, помещаться; поселяться: ѥсмы акы в раи пища. въдварѩѥмъсѩ. беспрестани славѩще ст҃оую тр҃цю. ПрЛ XIII, 11г; скончасѩ бл҃жныи Борисъ... причетъсѩ съ пр҃ркы и ап(с)лы. с ликы мч҃нчьскыми водварѩ˫асѩ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”